- βαρυπνείοντες
- βαρυπνείωνblowing fiercelymasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαρυπνείων — βαρυπνείων, ο (Α) φρ. «βαρυπνείοντες ἀῆται» άνεμοι που φυσούν δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + πνείω, ποιητ. τ. του πνέω] … Dictionary of Greek